Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μνημούρι
1 εγγραφή
μνημούρι το [mnimúri] Ο44 : (λογοτ.) ο τάφος.

[μσν. μνημούρι < ελνστ. μνημόριον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < ελνστ. μεμόριον (παρετυμ. μνῆμα) < λατ. memoria `μνήμη, μνήμα μάρτυρα΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες