Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισιονάριος
1 εγγραφή
μισιονάριος ο [misionários] Ο19 : (εκκλ.) ιεραπόστολος της καθολικής ή της διαμαρτυρόμενης εκκλησίας.

[λόγ. < νλατ. mission(arius) -άριος (λατ. missum (mitto) `αποστέλλω΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες