Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισιονάριος ο [misionários] Ο19 : (εκκλ.) ιεραπόστολος της καθολικής ή της διαμαρτυρόμενης εκκλησίας.
[λόγ. < νλατ. mission(arius) -άριος (λατ. missum (mitto) `αποστέλλω΄)]