Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισανθρωπία
1 εγγραφή
μισανθρωπία η [misanθropía] Ο25 : μίσος για όλους τους ανθρώπους με συνέπεια την αποφυγή των κοινωνικών σχέσεων.

[λόγ. < αρχ. μισανθρωπία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες