Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισακάρης
1 εγγραφή
μισακάρης ο [misakáris] Ο11 θηλ. μισακάρισσα [misakárisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) αγρότης που καλλιεργεί ένα χωράφι με το σύστημα της μορτής.

[μισακ(ός) -άρης· μισακάρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες