Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισάωρο
1 εγγραφή
μισάωρο το [misáoro] Ο41 : (οικ.) χρονική διάρκεια μισής ώρας· ημί ωρο: Nα υπολογίζεις ότι θα φτάσω σ΄ ένα ~.

[φρ. (τα) μισά (της) ώρ(ας) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες