Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιξάζ
1 εγγραφή
μιξάζ το [miksáz] Ο (άκλ.) : η μείξη εικόνας ή ήχου.

[λόγ. < γαλλ. mixage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες