Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μινιόν [minón] Ε (άκλ.) : 1. που είναι πολύ μικρός στο μέγεθος: Λάμπα ~. 2. (για πρόσ.) α. που είναι λεπτοκαμωμένος και συνήθ. χαριτωμένος: Kοπέλα ~. β. που είναι σωματικά ευαίσθητος.
[λόγ. < γαλλ. mignone (θηλ. του mignon)]