Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μιμόζα η [mimóza] Ο25α : ονομασία καλλωπιστικών δέντρων ή θάμνων, μερικά από τα οποία έχουν άνθη με σφαιρικό σχήμα, χνουδωτή επιφάνεια, συνήθ. κίτρινο χρώμα και ευχάριστη μυρωδιά: Kήπος με μιμόζες. || το άνθος της μιμόζας: Ένα μπουκέτο μιμόζες.
[ιταλ. mimosa < νλατ. mimosa < λατ. mimus (< αρχ. μῖμος), επειδή οι ευαίσθητες κινήσεις των οργάνων της θυμίζουν τις κινήσεις των μίμων]