Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μιλόρδος ο [milórδos] Ο18 θηλ. μιλέδη [miléδi] Ο30α : (παρωχ., ως προσφώνηση) ο λόρδος.
[λόγ. < γαλλ. milord -ος, milady < αγγλ. my lord, my lady (ορθογρ. δαν.)]