Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιλιταρισμός
1 εγγραφή
μιλιταρισμός ο [militarizmós] Ο17 : κυριαρχία του στρατού στα πλαίσια μιας κοινωνίας ή ενός κράτους, η οποία εκδηλώνεται ως υποταγή όλων των δραστηριοτήτων στη στρατιωτική σκοπιμότητα και στην προετοιμασία για πόλεμο· (πρβ. στρατοκρατία): Ο ~ της αρχαίας Σπάρτης. Πρωσικός / γιαπωνέζικος ~. Ως αντίδραση στο μιλιταρισμό αναπτύχθηκε το ειρηνιστικό κίνημα.

[λόγ. < γαλλ. militarisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες