Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μιλιούνι το [miliúni] Ο44α : (παρωχ.) το εκατομμύριο: Ένα ~ γρόσια. || (πληθ.) για πολύ μεγάλη και συνήθ. απροσδιόριστη ποσότητα ή πλήθος: Mιλιούνια οι εχθροί / τα κουνούπια.
[ιταλ. million(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)]