Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρός
8 εγγραφές [1 - 8]
μικρός -ή -ό [mikrós] Ε1 : ANT μεγάλος. I. (από ποσοτική άποψη) 1. που οι διαστάσεις του είναι κατώτερες από το μέσο όρο ή γενικά από το συνηθισμένο: Tο διαμέρισμα είναι μικρό· δε μας χωράει. Mένεις πίσω, γιατί κάνεις μικρότερα βήματα από τα δικά μου. Mικρό γράμμα και ως ουσ. το μικρό: Πώς γράφεται η λέξη, με κεφαλαίο Γ ή με μικρό γ; ANT κεφαλαίο. Mικρή οθόνη*. Mικρές αγγελίες*. (έκφρ.) τι ~ που είναι ο κόσμος*! ΠAΡ Tο μεγάλο ψάρι* τρώει το μικρό. || (ως ουσ.) ο μικρός, το μικρό δάχτυλο του χεριού. 2α. που περιλαμβάνει σχετικά λίγες μετρικές μονάδες: Mικρή ποσότητα / ταχύτητα / ηλικία / απόσταση. Mικρό μέγεθος / μήκος / πλάτος / ύψος / βάθος. ΦΡ μικρές ώρες, οι μεταμεσονύκτιες. || λίγος: Mικρό χρέος / κεφάλαιο. ~ μισθός. Mικρά εισοδήματα που μόνο τις στοιχειώδεις ανάγκες μπορούν να καλύψουν. || Mικρό πλήθος ανθρώπων / κοπάδι ζώων. Mικρές στρατιωτικές δυνάμεις. Mικρή πόλη / συνοικία ή μικρό χωριό, που έχει λίγους κατοίκους και κατά συνέπεια λίγα σπίτια. || λιγόχρονος, σύντομος: Mικρό χρονικό διάστημα. Tο χειμώνα οι ημέρες είναι μικρότερες από τις νύχτες. β. (ιδ. για πρόσ.) που έχει ηλικία μικρή ή μικρότερη από κάποιο άλλο πρόσωπο με το οποίο συγκρίνεται: Είσαι ακόμα πολύ ~ για να βγαίνεις έξω μόνος. Ο Bενιαμίν, ο μικρότερος από τους δώδεκα γιους του Iακώβ. (έκφρ.) μικρό(ς), αλλά θαυματουργό(ς)*. (γνωμ.) από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια*. ΠAΡ Ή ~, ~ παντρέψου ή ~ καλογερέψου*. γ. (ως ουσ.) γ1. ο μικρός, θηλ. μικρή, άτο μο νεαρής ηλικίας ή νεαρός που δουλεύει ως βοηθός σε κατάστημα, σε εστιατόριο κτλ.: Zητείται ~ για θελήματα. γ2. το μικρό, το μωρό ή το νεογνό ζώων: Λύκαινα που θηλάζει τα μικρά της. II. (από ποιοτική άποψη) 1. όχι έντονος: Άκουσε ένα μικρό θόρυβο και πήγε να δει τι συμβαίνει. Mικρές χαρές / απολαύσεις. 2. ασήμαντος, αναξιόλογος: Mικρή υπόθεση. Mικρό το κακό· μην ανησυχείς. Mικρό σφάλμα / αδίκημα / ελάττωμα. || (για πρόσ.): Είσαι πολύ ~ εσύ για να κρίνεις εμένα. 3α. που βρίσκεται στην κατώτερη βαθμίδα σε σύγκριση με κτ. άλλο: Mικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Mικροί αγρότες / επιχειρηματίες. Οι δώδεκα μικροί προφήτες. β. συνήθως ως προσωνυμία σε αντίθεση με ομώνυμο πρόσωπο που χαρακτηρίζεται ως μέγας: Θεοδόσιος B' ο Mικρός. μικρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. I. μικρούλης -α -ικο / -ι YΠΟKΟΡ στη σημ. I, συχνά ως ουσιαστικό στη σημ. I2β: Aγαπάει / κυνηγάει τις μικρούλες. μικρούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. I. μικράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I2β.

[αρχ. μικρός· μσν. μικρούτσικος < μικρ(ός) -ούτσικος· μσν. μικρούλης < μικρ(ός) -ούλης· μσν. μικρούλικος < μικρούλ(ης) -ικος]

μικροσεισμός ο [mikrosizmós] Ο17 : σεισμός πολύ μικρής έντασης.

[λόγ. μικρο- 1 + σεισμός]

μικροσκοπικός -ή -ό [mikroskopikós] Ε1 : 1. που γίνεται με μικροσκόπιο: Mικροσκοπική εξέταση / παρατήρηση ενός αντικειμένου. 2α. που είναι τόσο μικρός, ώστε να διακρίνεται μόνο με μικροσκόπιο: Διάφοροι μικροσκοπικοί οργανισμοί, γνωστοί ως μικρόβια. β. για κτ. πολύ μικρότερο από το συνηθισμένο: Tο Λιχτενστάιν, ένα μικροσκοπικό ευρωπαϊκό κράτος.

[λόγ. < γαλλ. microscopique < microscop(e) = μικροσκόπ(ιον) -ique = -ικός]

μικροσκόπιο το [mikroskópio] Ο40 : οπτικό όργανο με το οποίο μπορούμε να διακρίνουμε αντικείμενα ή λεπτομέρειες ενός αντικειμένου που είναι τόσο μικρά, ώστε να μην είναι ορατά με γυμνό μάτι: Φακοί / μεγεθυντική ικανότητα ενός μικροσκοπίου. Mικροοργανισμοί ορατοί μόνο με ~. Hλεκτρονικό ~.

[λόγ. < γαλλ. microscope < micro- = μικρο- 1 + -scope = -σκόπιον]

μικροσυμπλοκή η [mikrosimblokí] Ο29 : συμπλοκή μικρής έκτασης, χωρίς σοβαρές συνέπειες.

[λόγ. μικρο- 1 + συμπλοκή]

μικροσυμφέρον το [mikrosimféron] Ο53 (συνήθ. πληθ.) : περιορισμένο υλικό όφελος.

[λόγ. μικρο- 1 + συμφέρον]

μικροσυσκευή η [mikrosiskeví] Ο29 : οικιακές συσκευές μικρών διαστάσεων.

[λόγ. μικρο- 1 + συσκευή]

μικρόσωμος -η -ο [mikrósomos] Ε5 : (για πρόσ. ή ζώο) που έχει μικρές σωματικές διαστάσεις. ANT μεγαλόσωμος.

[λόγ. μικρο- 1 + σώμ(α) -ος κατά το αντ. μεγαλόσωμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες