Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρόνους
1 εγγραφή
μικρόνους -ους -ουν [mikrónus] Ε12ε : (λόγ.) μικρονοϊκός. || (ως ουσ.).

[λόγ. μικρό(νοια) -νους (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: άνοια - άνους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες