Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικρόνους -ους -ουν [mikrónus] Ε12ε : (λόγ.) μικρονοϊκός. || (ως ουσ.).
[λόγ. μικρό(νοια) -νους (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: άνοια - άνους]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. μικρό(νοια) -νους (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: άνοια - άνους]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |