Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρο-
2 εγγραφές [1 - 2]
μικρο- 1 [mikro] & μικρό- [mikró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μικρ- [mikr], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I1. δηλώ νει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι μικρό σε διαστάσεις: ~μούρης, ~μύτης, ~πρόσωπος· μικρόσωμος. ANT μεγαλο-1. || για τα μικρά γράμματα του αλφαβήτου: ~γράμματος. ANT μεγαλο-1. β. είναι μικρής ηλικίας: μικρανεψιός, ~μάνα. || σε σύνθετα ρήματα: ~δείχνω· ~παντρεύομαι, παντρεύομαι σε νεαρή ηλικία. ANT μεγαλο-1. 2α. (σε σύνθετα ουσ.) δηλώνει την ύπαρξη σε μικρή κλίμακα των χαρακτηριστικών που εκφράζει το β' συνθετικό: ~απατεώνας, ~επαγγελματίας, ~επιχειρηματίας, ~ϊδιοκτήτης, ~κτηματίας. ANT μεγαλο-2. β. (σε σύνθετα επίθ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σε μικρό βαθμό των στοιχείων που συνεπάγεται το β' συνθετικό: μικρόπνοος, ~πρεπής, μικρόψυχος. ANT μεγαλο-. 3. δηλώνει ότι είναι μικρό, ασήμα ντο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~διασπορά, ~διένεξη, ~δώρο, ~έξοδο, ~θίασος, ~λεπτομέρεια. II. (επιστ.) 1α. με αναφορά σε πολύ μικρού μεγέθους φαινόμενα σχετικά με αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ηλεκτρονική, ~κυματοθεραπεία, ~τσίπ, ~χημεία· ~βαρόμετρο, ~χρονογράφος. β. με αναφορά στη χρήση (ηλεκτρονικού) μικροσκοπίου: ~μύκητας, ~τομή. 2. σε αντιδιαστολή με το μακρο-4 περιορίζει το εύρος του πεδίου μελέτης και έρευνας που καλύπτει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μικρόκοσμος, ~πανίδα, ~περιβάλλον· ~κλιματολογία· ~οικονομική. 3. (ιατρ.) δηλώνει παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρα τηρείται ανάπτυξη του μέρους του σώματος που εκφράζει το β' συνθετι κό σε διαστάσεις μικρότερες από αυτό που θεωρείται κανονικό ή συνηθι σμένο: μικρεγκεφαλία, ~γλωσσία, ~γναθία, ~δακτυλία. ANT μεγαλο-4, μακρο-3.

[αρχ. μικρ(ο)- & λόγ. < αρχ. μικρ(ο)- θ. του επιθ. μικρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. μικρο-πρεπής & λόγ. < διεθ. micr(o)- < αρχ. μικρ(ο)-: μικρο-οργανισμός, μικρο-σκόπιο, μικρό-φωνο < γαλλ. microorganisme, microscope, microphone (που ενισχύει κτ. μικρό), μικρο-φίλμ < αγγλ. microfilm & μτφρδ.: μικρο-αστός < γαλλ. petit bourgeois]

μικρο- 2 : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό της μονάδας που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. μεγα- 2): ~βόλτ, ~γραμμάριο, ~ώμ: Ένα ~βόλτ ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό του βολτ. || ~βολτόμετρο, ~ωμόμετρο, όργανο μέτρησης με υποδιαιρέσεις σε ~βόλτ κτλ. για τη μέτρηση ανάλογων μεγεθών.

[λόγ. < διεθ. micro- `ένα εκατομμυριοστό΄ < μικρο- 1 ως α' συνθ.: μικρο-φαράντ < micro- + farad]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες