Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροπολιτική
2 εγγραφές [1 - 2]
μικροπολιτική η [mikropolitikí] Ο29 : κακής ποιότητας πολιτική δραστηριότητα που συνήθ. έχει ως κίνητρο το στενό συμφέρον, προσωπικό, κομματικό κτλ.· πολιτικαντισμός.

[λόγ. μικρο- 1 + πολιτική]

μικροπολιτικός -ή -ό [mikropolitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μικροπολιτική· πολιτικάντικος: Mικροπολιτικά συμφέροντα. || (ως ουσ.) ο μικροπολιτικός, πολιτικάντης.

[λόγ. μικροπολιτ(ική) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες