Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροκομματικός
1 εγγραφή
μικροκομματικός -ή -ό [mikrokomatikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από μικροκομματισμό: Mικροκομματικά συμφέροντα.

[λόγ. μικρο- 1 + κομματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες