Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικρογραφία η [mikroγrafía] Ο25 : 1. ζωγραφιά της οποίας οι μορφές και τα αντικείμενα έχουν πολύ μικρές διαστάσεις· μινιατούρα: Bυζαντινά χειρόγραφα με ωραιότατες μικρογραφίες. || αντικείμενο τέχνης μικρών διαστάσεων· μινιατούρα. 2. (μτφ.) για κτ. όμοιο αλλά ποσοτικά μικρότερο από κτ. άλλο: Ένα κόμμα πολύ μικρό ή μάλλον μια ~ κόμματος. (έκφρ.) σε ~, σε μικρότερη κλίμακα: Tο Bατικανό, όπου σε ~ διατηρείται ακόμα η μεσαιωνική εξουσία του πάπα.
[λόγ. μικρο- 1 + -γραφία κατά το αλληλογραφία (διαφ. το μσν. μικρογραφία `γραφή με βραχύ φωνήεν΄)]