Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικρανεψιός
1 εγγραφή
μικρανεψιός ο [mikranepsxós] Ο17 θηλ. μικρανεψιά [mikranepsxá] Ο24 : γιος του ανεψιού ή της ανεψιάς.

[λόγ. μικρ(ο)- + ανεψιός, ανεψιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες