Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μιγάς ο [miγás] Ο1 θηλ. μιγάδα [miγáδa] Ο26 στη σημ. 1 : 1. άνθρωπος γεννημένος από γονείς που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές ή απόγονος μιγάδων: Mιγάδες που προέρχονται από διασταύρωση λευκών με μαύρους. || (επέκτ.) για ζώα ή για φυτά. 2. (μαθημ., και ως επίθ.) ~ αριθμός, που αποτελείται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες.
[λόγ. < ελνστ. ὁ, ἡ μιγάς, αιτ. -άδα `μισός ξένος και μισός Έλληνας΄, αρχ. σημ.: `ανάκατος΄]