Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχανολογία
1 εγγραφή
μηχανολογία η [mixanolojía] Ο25 : κλάδος της τεχνικής που αφορά τη μελέτη, την κατασκευή και τη λειτουργία των μηχανών.

[λόγ. μηχανο- + -λογία απόδ. αγγλ. mechanical engineering]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες