Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηχανογραφώ [mixanoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : καταγράφω στοιχεία σε ηλεκτρονικό υπολογιστή στοχεύοντας στην καλύτερη οργάνωση μιας υπηρεσίας, ενός οργανισμού κτλ.: Mε την αγορά των ηλεκτρονικών υπολογιστών θα μηχανογραφηθούν όλα τα στοιχεία της υπηρεσίας.
[λόγ. μηχανο(γράφησις) -γραφώ (αναδρ. σχημ.)]



