Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχανογραφώ
1 εγγραφή
μηχανογραφώ [mixanoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : καταγράφω στοιχεία σε ηλεκτρονικό υπολογιστή στοχεύοντας στην καλύτερη οργάνωση μιας υπηρεσίας, ενός οργανισμού κτλ.: Mε την αγορά των ηλεκτρονικών υπολογιστών θα μηχανογραφηθούν όλα τα στοιχεία της υπηρεσίας.

[λόγ. μηχανο(γράφησις) -γραφώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες