Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηχανιστικός -ή -ό [mixanistikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη θεωρία της μηχανοκρατίας: ~ υλισμός. Mηχανιστική ερμηνεία ψυχικών / κοινωνικών φαινομένων. 2. που γίνεται με τρόπο μηχανικό και τυπικό χωρίς να παίρνει υπόψη τις επί μέρους ιδιαιτερότητες: Ο νέος θεσμός απέτυχε, γιατί ήταν μια μηχανιστική μεταφορά ξένων προτύπων στη χώρα μας.
[λόγ. μηχαν(ή) -ιστικός μτφρδ. γαλλ. mécaniste, mécanistique]