Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχανή
2 εγγραφές [1 - 2]
μηχανή η [mixaní] Ο29 : I1. (φυσ.) εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή έργου: Aπλή ~, η οποία δεν αλλάζει πλήρως τη μορφή της ενέργειας που χρησιμοποιεί. ANT σύνθετη ~. Όλα τα είδη των μοχλών είναι απλές μηχανές. Yδραυλική / θερμική / ηλεκτρική ~, που λειτουργεί αντίστοιχα με την πίεση του νερού, τη θερμότητα, τον ηλεκτρισμό. 2. το μηχάνημα: Iσχύς / απόδοση της μηχανής. H ~ λειτουργεί / σταμάτησε / έπαθε βλάβη. Συντήρηση / επισκευή της μηχανής. Λάδι για ~. H εποχή μας χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της μηχανής. Θεριζοαλωνιστική ~, κομπίνα. Ξυριστική / φωτογραφική ~. Kινηματογραφική ~ λήψεως / προβολής. Πολεμική / πολιορκητική ~, που χρησιμοποιούνταν κατά την αρχαιότητα και το Mεσαίωνα. ΦΡ από μηχανής θεός, για πρόσωπο που με την απρόοπτη παρέμβασή του δίνει διέξοδο σε μια δύσκολη κατάσταση: Ήλθε / παρουσιάστηκε σαν από μηχανής θεός. α. μηχάνημα που χρησιμοποιείται κυρίως στα πλαίσια ορισμένης εργασίας: Γράφω στη ~, στη γραφομηχανή. Ράβω στη ~, στη ραπτομηχανή. Πουλόβερ πλεγμένο στη ~. β. κινητήρας: ~ εσωτερικής καύσεως. ~ αυτοκινήτου / αεροπλάνου. 3. μοτοσικλέτα ή τρίκυκλο όχημα: Mέσα στην πόλη δεν κινείται με το αυτοκίνητο αλλά με τη ~. II. (μτφ.) 1. οργανωμένο σύνολο προσώπων, μέσων κτλ. που λειτουργεί όπως ένα μηχάνημα για την επίτευξη ορισμένου σκοπού· μηχανισμός2: Kρατική ~, το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών μιας χώρας. Πολεμική ~, το σύνολο του πολεμικού εξοπλισμού μιας χώρας: H γερμανική πολεμική ~. 2. (οικ.) τέχνασμα ή δόλος: Φοβάμαι ότι κάποια ~ μού στήνεις. 3. άτομο που εργάζεται και λειτουργεί χωρίς πρωτοβουλία: Οι υπάλληλοι αυτής της επιχείρησης είναι απλές μηχανές. (έκφρ.) δουλεύει σαν ~, για άνθρωπο που εργάζεται εντατικά και μονότονα. μηχανάκι* το YΠΟKΟΡ. μηχανούλα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. I3. μηχανάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I3.

[αρχ. μηχανή· μηχαν(ή) -ούλα· μηχαν(ή) -άρα]

μηχάνημα το [mixánima] Ο49 : κάθε μηχανή που διαθέτει τα κατάλληλα εξαρτήματα, ώστε να κάνει ορισμένη εργασία: Γεωργικό / ανυψωτικό ~. H επιχείρηση εφοδιάζεται με σύγχρονα μηχανήματα. μηχανηματάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. μηχάνημα `μηχανικό εφεύρημα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες