Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητρο-
2 εγγραφές [1 - 2]
μητρο- 1 [mitro] & μητρ- 1 [mitr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & μητρι- [mitri] σε ορισμένα σύνθετα (βλ. σημ. 2) : το λόγιο ουσ. μήτηρ ως α' συνθετικό· (πρβ. πατρο-). 1. με αναφορά στη μητέρα, στη μάνα: μητρώνυμο, μητράδελφος· (γραμμ.) μητρωνυμικός. || στη θέση αντικειμένου του ρηματικού β' συνθετικού: ~κτόνος, ~φόνος. 2. με αναφορά στον κυριαρχικό ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια, κοινωνία κτλ.: μητριαρχία, μητριαρχικός. ANT πατριαρχία, πατριαρχικός.

[λόγ. < αρχ. μητρ(ο)- θ. του ουσ. μήτηρ ως α' συνθ.: αρχ. μητρο-κτόνος, μητρ-άδελφος `αδελφός της μητέρας΄· λόγ. μητρι- μτφρδ. γαλλ. matri- < λατ. matri- (θ. του mater `μητέρα΄): μητρι-αρχία < γαλλ. matriarcat]

μητρο- 2 & μητρ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στη μήτρα της γυναίκας, στην ανατομία, στη λειτουργία, στις παθήσεις της κτλ.: μητραλγία, ~διαστολέας, ~κήλη, ~ρραγία, ~σκόπιο.

[λόγ. < ελνστ. μητρ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. μήτρ(α) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. μητρο-μανία & γαλλ. métro- < ελνστ. μητρο-: μητρο-ρραγία < γαλλ. métrorrhagie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες