Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μητροπολιτικός -ή -ό [mitropolitikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μητρόποληI και ιδίως με το μητροπολίτη: Mητροπολιτική εγκύκλιος. Mητροπολιτικό συμβούλιο / μέγαρο. Ο ~ ναός. 2. που έχει σχέση με τη μητρόπολη μιας αποικίας: Mητροπολιτικές περιοχές. Mητροπολιτικό έδαφος. Mητροπολιτικά στρατεύματα.
[λόγ. < ελνστ. μητροπολιτικός]



