Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητροπολίτης
1 εγγραφή
μητροπολίτης ο [mitropolítis] Ο10 : το αξίωμα του επισκόπου, ο οποίος είναι επικεφαλής μιας μητρόπολης.

[ελνστ. μητροπολίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες