Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητριός
1 εγγραφή
μητριός ο [mitriós] Ο17 : (λαϊκότρ.) ο πατριός.

[αρχ. μητρυϊός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες