Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηνιγγιτικός
1 εγγραφή
μηνιγγιτικός -ή -ό [miningitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μηνιγγίτιδα.

[λόγ. < γαλλ. méningitique < méningite = μηνιγγίτ(ις) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες