Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηλωτή
1 εγγραφή
μηλωτή η [milotí] Ο29 : (λόγ.) η προβιά.

[λόγ. < ελνστ. μηλωτή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες