Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηνίγγι το [miníngi] & μηλίγγι το [milíngi] Ο44 : 1. το τμήμα του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στο μάτι και στο άνω τμήμα του αυτιού· κρόταφος: Aριστερό / δεξί ~. 2. μήνιγγα.
[ελνστ. μηνίγγιον (υποκορ. του αρχ. μῆνιγξ = μήνιγγα)· μσν. μηλίγγι < *μηνίγγι με αφομ. [m-n > m-l] ]