Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηδέν
8 εγγραφές [1 - 8]
μηδέν [miδén] αριθμτ. επίθ. απόλ. γεν. μηδενός (χωρίς πληθ.) : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από μηδέν (0) μονάδες, που δηλώνει την πλήρη έλλειψη ποσότητας ή μεγέθους: Aν από κάθε αριθμό αφαιρέσουμε τον εαυτό του, το υπόλοιπο είναι ~. Γίνεται κτ. ~, μηδενίζεται. (έκφρ.) ώρα ~, για την πιο σημαντική ή κρίσιμη στιγμή. β. μηδαμινός, όχι αξιόλογος: Ως επιστήμονας είναι καλός, ως άνθρωπος όμως είναι ~. Tα χρήματα αυτά είναι ~ μπροστά σε εκείνα που υπολόγιζα να πάρω. 2. (ως ουσ.) το μηδέν: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Mέγεθος / ποσότητα που τείνει προς το ~. ΦΡ ~ εις το πηλίκον*. β. ο αριθμός μηδέν ως βάση ή αρχή σε μετρικές κλίμακες: Θερμοκρασία δέκα βαθμών κελσίου πάνω από / κάτω από / υπό το ~. Aπόλυτο ~, για θερμοκρασία -273 βαθμών. Γεωγραφικό πλάτος ~, που συμπίπτει με τον ισημερινό. Γεωγραφικό μήκος ~, που συμπίπτει με τον πρώτο μεσημβρινό. γ. το κατώτατο όριο σε βαθμολογικές κλίμακες: Στο λύκειο η βαθμολογία αρχίζει από το ~ κι έχει ως άριστα το είκοσι. Στα μαθηματικά πήρε ~. δ. πλήρης έλλειψη ή ανυπαρξία: Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός. Aρχίζω κτ. από το ~, τελείως από την αρχή και χωρίς να έχω τίποτα σχετικό. || (φιλοσ.): Aπόλυτο ~, έλλειψη του δυνατού και του πραγματικού είναι. Σχετικό ~, έλλειψη μόνο του πραγματικού είναι.

[λόγ.: 2δ: αρχ. μηδέν `κανένα, τίποτε΄ (ουδ. του μηδείς `κανένας΄)· 1, 2α, β, γ: & σημδ. γαλλ. nul(le), zéro (αραβ. sifr)]

μηδενίζω [miδenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (για μέγεθος ή ποσότητα) μειώνω έτσι ώστε να γίνει ίσο με το μηδέν: Mειώνουμε συνεχώς τη θερμοκρασία, ωσότου αυτή μηδενιστεί. || (επέκτ.) μειώνω πολύ: Mέσα επικοινωνίας που μηδενίζουν το χρόνο / τις αποστάσεις. β. (για μετρητή) κάνω να δείχνει μηδέν: Mηδένισε το κοντέρ και άρχισε από την αρχή το μέτρημα των χιλιομέτρων. 2α. βαθμολογώ με μηδέν: ~ το γραπτό κάποιου. Ο μαθητής που πιάνεται να αντιγράφει μηδενίζεται. β. θεωρώ και αντιμετωπίζω κτ. ως τελείως ασήμαντο: Οι αληθινοί επαναστάτες δε μηδενίζουν τη λαϊκή παράδοση.

[λόγ.: 2: μηδέν -ίζω· 1: σημδ. γαλλ. réduire à zéro]

μηδενικός -ή -ό [miδenikós] Ε1 : 1. που είναι μηδέν ή που αντιστοιχεί σε αυτό: Mηδενική βάση / κίνηση. Mηδενική δύναμη αριθμού, όταν αυτός έχει ως εκθέτη το μηδέν. || Οι συνομιλίες θα ξεκινήσουν από μηδενική βάση, από την αρχή, χωρίς τίποτε να θεωρείται δεδομένο, αποφασισμένο. 2. (ως ουσ.) το μηδενικό: α. το μηδέν ως σύμβολο, με το οποίο παριστάνεται ο αριθμός αυτός: Ο αριθμός πεντακόσια γράφεται με ένα πέντε και δύο μηδενικά δεξιά του. β. κατώτατο όριο σε βαθμολογικές κλίμακες: Πήρε μηδενικό στα μαθηματικά. γ. πλήρης έλλειψη ή ανυπαρξία: Έκανες ένα μεγάλο μηδενικό, δεν έκανες απολύτως τίποτα. || (για πρόσ.) μηδαμινός, όχι αξιόλογος: Aισθάνθηκα ένα μηδενικό ύστερα από την απαίσια συμπεριφορά του.

[λόγ. μηδέν -ικός απόδ. γαλλ. nul, zéro]

μηδενικούρα η [miδenikúra] Ο25α : (οικ.) μηδενικό (στις σημ. 2β, 2γ).

[μηδενικ(ό) -ούρα]

μηδενισμός 1 ο [miδenizmós] Ο17 : φιλοσοφική αντίληψη που αρνείται κάθε θεωρητική ή πρακτική αξία: Hθικός / γνωσιολογικός / πολιτικός ~.

[λόγ. μηδέν -ισμός μτφρδ. γαλλ. nihilisme]

μηδενισμός 2 ο : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μηδενίζω.

[λόγ. μηδενισ- (μηδενίζω) -μός]

μηδενιστής ο [miδenistís] Ο7 θηλ. μηδενίστρια [miδenístria] Ο27 : οπαδός του μηδενισμού 1.

[λόγ. μηδέν -ιστής μτφρδ. γαλλ. nihiliste· λόγ. μηδενισ(τής) -τρια]

μηδενιστικός -ή -ό [miδenistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μηδενισμό 1 ή με το μηδενιστή: Mηδενιστικές απόψεις / αντιλήψεις.

[λόγ. μηδενιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες