Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετρικός
2 εγγραφές [1 - 2]
μετρικός 1 -ή -ό [metrikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μέτροI1, τη μονάδα μετρήσεως: Mετρική μονάδα. Mετρικό σύστημα. ~ τόνος, το βάρος μάζας που έχει όγκο ενός κυβικού μέτρου.

[λόγ. < γαλλ. métrique < mètr(e) = μέτρ(ον) -ique = -ικός]

μετρικός 2 -ή -ό : 1. που έχει σχέση με το μέτροIII των ποιημάτων: Mετρικοί κανόνες. 2. (ως ουσ.) η μετρική: α. σύνολο κανόνων που αφορούν τα μέτρα της ποίησης: H νέα ελληνική ~ στηρίζεται στον τονισμό, η αρχαία στην προσωδία. β. μέτρο ή σύνολο μέτρων. γ. η σχετική επιστήμη.

[λόγ.: 2: αρχ. μετρική· 1: γαλλ. métrique < λατ. metricus < αρχ. μέτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες