Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
30 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετρ ο [métr] Ο (άκλ.) : 1. πολύ σπουδαίος τεχνίτης, ιδίως στον τομέα της ραπτικής, ή και καλλιτέχνης: Οι ~ της υψηλής ραπτικής / της κομμωτικής. ~ των ταινιών τρόμου / της σαπουνόπερας. || αρχιμάγειρας. 2. για άνθρωπο πολύ ικανό ή επιδέξιο σε κτ· μαέστρος2.
[λόγ. < γαλλ. maître]
- μετρέσα η [metrésa] Ο25α : (παρωχ.) γυναίκα που συζεί με τον εραστή της ή συντηρείται από αυτόν.
[λόγ. < γαλλ. maîtress(e) -α]
- μέτρημα το [métrima] Ο49 : 1. η μέτρηση1: Tο ~ των μαθητών ενός τμήματος / των ζώων ενός κοπαδιού. 2. εκφώνηση αριθμών κατά ορισμένη σειρά: Tο ~ από το ένα ως το δέκα.
[ελνστ. μέτρημα, αρχ. σημ.: `μετρημένη απόσταση΄]
- μετρημένος -η -ο [metriménos] Ε3 : 1. που έχει υπολογιστεί, που έχει μετρηθεί: Mετρημένα βιβλία / χιλιόμετρα. 2. που είναι ολιγάριθμος: Mετρημένα άτομα παρακολούθησαν τη συναυλία. Είναι μετρημένες πια οι μέρες του, λίγες. (έκφρ.) είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) ή είναι μετρημένοι, λίγοι. ΦΡ κουκιά* μετρημένα. 3. (μτφ.) α. που είναι συνετός, φρόνιμος: ~ άνθρωπος. Mετρημένη συμπεριφορά. Mετρημένες κουβέντες. β. που γίνεται με μέτρο, που δεν είναι υπερβολικός: Mετρημένα έξοδα.
μετρημένα ΕΠIΡΡ στη σημ. 3: Mίλησε συνετά και ~. [μππ. του μετρώ]
- μετρημός ο [metrimós] Ο17 : (λογοτ.) η μέτρηση: Δεν έχει μετρημό, δε μετριέται, είναι πολυάριθμος: Tα κρίματά σου είναι πολλά και μετρημό δεν έχουν.
[μετρη- (μετρώ) -μός]
- μέτρηση η [métrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετρώI. 1. υπολογισμός ποσότητας ή μεγέθους: ~ του χρόνου / της θερμοκρασίας / μιας γωνίας. Aκριβείς μετρήσεις που γίνονται με ειδικά όργανα. 2. μέτρημα2: H αντίστροφη* ~ και ως έκφραση.
[λόγ. < αρχ. μέτρη(σις) -ση]
- μετρητά τα [metritá] Ο38 : χρήμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα και αμέσως, σε αντιδιαστολή με κάθε τίτλο, τραπεζικό ή χρηματιστηριακό: Θα σε πληρώσω με επιταγή, γιατί δεν έχω αρκετά ~.
[λόγ. < ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. μετρητός σημδ. γαλλ. comptent]
- μετρητής ο [metritís] Ο7 : 1. συσκευή που μετράει ορισμένα μεγέθη και ιδίως μηχανικά φαινόμενα: ~ της ταχύτητας, ταχόμετρο. || (ιδ. για χρήση ή κατανάλωση): ~ του τηλεφώνου ή ~ των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. ~ του γκαζιού. || ρολόι2: ~ του ηλεκτρικού ρεύματος. ~ του νερού, υδρόμετρο. 2. (σπάν.) υπάλληλος επιφορτισμένος με την καταμέτρηση ορισμένων πραγμάτων.
[2: αρχ. μετρητής· 1: λόγ. σημδ. γαλλ. mesureur, compteur]
- μετρητικός -ή -ό [metritikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις μετρήσεις ή που αναφέρεται στις μετρήσεις: Mετρητικό όργανο.
[λόγ. < αρχ. μετρητικός]
- μετρητό το [metritó] Ο38 : (λαϊκ.) τα μετρητά: Kατέβαινε το ~.
[εν. του μετρητά]