Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετονοματικός -ή -ό [metonomatikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από όνομα (ουσιαστικό ή και επίθετο): Mετονοματικά ρήματα. || Mετονοματικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από ονόματα (ουσιαστικά ή και επίθετα).
[λόγ. μετ(α)- ονοματικός μτφρδ. γερμ. deno minativ ή γαλλ. dénominatif]