Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετεωρολογία η [meteorolojía] Ο25 : επιστήμη που μελετά τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και ιδίως πίεση, ανέμους, θερμοκρασία και υγρασία.
[λόγ. < γαλλ. météorologie < αρχ. μετεωρολογία `μελέτη των μετεώρων, των ουράνιων σωμάτων΄]