Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετεωρικός -ή -ό [meteorikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μετέωρο και ιδίως με το μετεωρίτη: Mετεωρική ύλη. ~ λίθος, μετεωρίτης. ~ κρατήρας, που σχηματίστηκε από πτώση μετεωρίτη. Mετεωρική βροχή, πτώση πολλών μετεωριτών στη γη. Mετεωρικά φαινόμενα.
[λόγ. < γαλλ. météorique < météor(e) = μετέωρ(ον) -ique = -ικός]