Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετερίζι το [meterízi] Ο44 : 1. (παρωχ.) προφυλαγμένη θέση μάχης, ιδίως ατομική: Έπιασε ~ πίσω από ένα βράχο κι άρχισε να πυροβολεί. 2. (μτφ.) για θέση από την οποία κάποιος κάνει οποιοδήποτε άλλον αγώνα: Kάθε άνθρωπος, σπουδαίος ή όχι, δίνει τη μάχη του από το δικό του ~.
[τουρκ. meteris (από τα περσ.) -ι (η αλλ. [-is > -iz] ίσως στις τουρκ. διαλέκτους των Βαλκανίων)]