Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετεξεταστέος
1 εγγραφή
μετεξεταστέος -α -ο [meteksetastéos] Ε4 : (για μαθητή) που για να προαχθεί πρέπει να εξεταστεί πάλι· ανεξεταστέος: Έμεινε ~ στα μαθηματικά και στη φυσική.

[λόγ. μετ(α)- εξετασ- (εξετάζω) -τέος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες