Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετεξεταστέος -α -ο [meteksetastéos] Ε4 : (για μαθητή) που για να προαχθεί πρέπει να εξεταστεί πάλι· ανεξεταστέος: Έμεινε ~ στα μαθηματικά και στη φυσική.
[λόγ. μετ(α)- εξετασ- (εξετάζω) -τέος]