Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετεξελίσσομαι [metekselísome] Ρ2.2β : αλλάζω, εξελίσσομαι, μεταβάλλομαι προοδευτικά συνήθ. προς το καλύτερο.
[λόγ. μετ(α)- εξελίσσομαι μτφρδ. αγγλ. redevelop]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. μετ(α)- εξελίσσομαι μτφρδ. αγγλ. redevelop]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |