Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετεξελίσσομαι [metekselísome] Ρ2.2β : αλλάζω, εξελίσσομαι, μεταβάλλομαι προοδευτικά συνήθ. προς το καλύτερο.
[λόγ. μετ(α)- εξελίσσομαι μτφρδ. αγγλ. redevelop]