Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταχρονολόγηση
1 εγγραφή
μεταχρονολόγηση η [metaxronolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταχρονολογώ. ANT προχρονολόγηση: ~ εγγράφου / επιταγής.

[λόγ. μεταχρονολογη- (μεταχρονολογώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες