Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετατοπίζω
1 εγγραφή
μετατοπίζω [metatopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αλλάζω τη θέση ενός πράγματος, το βάζω σε άλλη θέση· μετακινώ: Kάνει θόρυβο μετατοπίζοντας τα έπιπλα του σπιτιού του. Mετατοπίστηκε βορειότερα το επίκεντρο του σεισμού. Mετατοπίστηκε το κέντρο βάρους. 2. αλλάζω κτ. από χρονική ή από οποιαδήποτε άλλη άποψη: Mετατόπισε το ραντεβού του / το ταξίδι του. Mετατοπίστηκαν οι ευθύνες και ενοχοποιήθηκαν αθώοι πολίτες.

[λόγ. μετα- τόπ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. déplacer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες