Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετατάσσω [metatáso] -ομαι Ρ αόρ. μετέταξα και (προφ., σπάν.) μετάτα ξα, απαρέμφ. μετατάξει, παθ. αόρ. μετατάχθηκα, απαρέμφ. μεταταχθεί, μππ. μεταταγμένος : κάνω μετάταξη. 1. μετακινώ έναν υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη: Tο υπουργείο θέλει να στελεχώσει τη νέα υπηρεσία μετατάσσοντας υπαλλήλους από άλλα υπουργεία. || (στρατ.) μετακινώ ένα στρατιωτικό από ένα όπλο ή σώμα σε άλλο. 2. αλλάζω την κατηγορία στην οποία ανήκει κτ.
[λόγ. < αρχ. μετατάσσω `αλλάζω τη θέση΄ σημδ. γαλλ. déplacer & γερμ. versetzen (δες μεταθέτω)]