Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετασχηματιστής
1 εγγραφή
μετασχηματιστής ο [metasximatistís] Ο7 : συσκευή που αλλάζει την τάση και την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος.

[λόγ. μετασχηματισ- (μετασχηματίζω) -τής μτφρδ. γαλλ. transformateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες