Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετασχηματιστής ο [metasximatistís] Ο7 : συσκευή που αλλάζει την τάση και την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. μετασχηματισ- (μετασχηματίζω) -τής μτφρδ. γαλλ. transformateur]