Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταπλαστός
1 εγγραφή
μεταπλαστός -ή -ό [metaplastós] Ε1 : που έχει υποστεί μετάπλαση: (γραμμ.) Mεταπλαστά ονόματα, που κατά την κλίση μεταβάλλεται το θέμα τους.

[λόγ. μεταπλασ- (μεταπλάσσσω δες στο μεταπλάθω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες