Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταπλασμός
1 εγγραφή
μεταπλασμός ο [metaplazmós] Ο17 : (γλωσσ.) αλλαγή κλίσης ενός ονόματος ή ρήματος που στηρίζεται στην αναλογία και στοχεύει στην εξομάλυνση του κλιτικού παραδείγματος.

[λόγ. < ελνστ. μεταπλασμός `δημιουργία ονοματικών ή ρηματικών τύπων χωρίς ύπαρξη ονομ. ή α' εν.΄ σημδ. νλατ. metaplasmus (στη νέα σημ.) < ελνστ. μεταπλασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες