Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταξουργία
1 εγγραφή
μεταξουργία η [metaksurjía] Ο25 : παραγωγή και κατεργασία του μεταξιού.

[λόγ. μεταξουργ(ός) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες