Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταξοσκώληκας ο [metaksoskólikas] Ο5 : η κάμπια που εκκρίνει τη νηματοειδή ουσία από την οποία παράγεται το μετάξι.
[λόγ. μέταξ(α) -ο- + σκώλ(ηξ) -ηκας λόγ. επίδρ. στο λαϊκ. μεταξοσκούληκο < μετάξ(ι) -ο- + σκουλήκ(ι) -ο]