Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταξοπαραγωγός
1 εγγραφή
μεταξοπαραγωγός -ός / -ή -ό [metaksoparaγoγós] Ε16 : που παράγει μετάξι: ~ χώρα.

[λόγ. μέταξ(α) -ο- + παραγωγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες