Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετανιώνω [metanóno] Ρ1α μππ. μετανιωμένος : 1. αλλάζω γνώμη για κτ. που έκανα ή που σκοπεύω να κάνω: Δε σου δίνω το βιβλίο που σου υποσχέθηκα, γιατί μετάνιωσα. 2. μετανοώ: ~ για τα λόγια που είπα και ζητάω συγγνώμη.
[μετάνοι(α) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]