Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετανιώνω
1 εγγραφή
μετανιώνω [metanóno] Ρ1α μππ. μετανιωμένος : 1. αλλάζω γνώμη για κτ. που έκανα ή που σκοπεύω να κάνω: Δε σου δίνω το βιβλίο που σου υποσχέθηκα, γιατί μετάνιωσα. 2. μετανοώ: ~ για τα λόγια που είπα και ζητάω συγγνώμη.

[μετάνοι(α) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες