Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταμόρφωση
1 εγγραφή
μεταμόρφωση η [metamórfosi] Ο33 : 1. αλλαγή της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου: H ~ της κάμπιας σε πεταλούδα. 2. βαθιά, ουσιαστική αλλαγή σε κτ.: H ~ της ελληνικής κοινωνίας μετά τον πόλεμο. || H γιορτή της Mεταμορφώσεως του Σωτήρος. Mεταμορφώσεις, ποίημα του Οβιδίου. || (γεωλ.): ~ των πετρωμάτων.

[λόγ. < ελνστ. μεταμόρφω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες